αφίλιωτος

αφίλιωτος
-η, -ο
αυτός που δε συμφιλιώνεται ή δε συμφιλιώθηκε: Μάλωσαν πριν από πολύ καιρό, αλλά είναι ακόμη αφίλιωτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀφιλίωτος — not to be made a friend of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφίλιωτος — η, ο αδιάλλακτος, άσπονδος …   Dictionary of Greek

  • ἀφιλίωτον — ἀφιλίωτος not to be made a friend of masc/fem acc sg ἀφιλίωτος not to be made a friend of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγάπιστος — η, ο [αγαπίζω] αυτός που δεν συμφιλιώθηκε ή δεν συμφιλιώνεται, αφίλιωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”